Το Τορόντο είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του Καναδά και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Οντάριο, την οποία ο Καναδάς μοιράζεται με τις ΗΠΑ. Όπως σε σχεδόν όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου, το Τορόντο ασφυκτιά από την έλλειψη ελεύθερου χώρου και πρασίνου εντός του αστικού ιστού της. Ως εκ τούτου, η απελευθέρωση κάποιων παλιών – και τεράστιων – εγκαταστάσεων, έκτασης 120 στρεμμάτων, οδήγησε σε τεράστιο ενδιαφέρον για την καλύτερη αξιοποίηση του χώρου που ξαφνικά έγινε διαθέσιμος. Ο παραλληλισμός, όσο κι αν δεν θέλουμε να τον κάνουμε, με την δική μας περίπτωση του Ελληνικού, είναι εντονότατος.
Πριν από μερικά χρόνια, το Sidewalk Labs, τμήμα της Alphabet, της “μητρικής” εταιρείας της Google, είχε αναπτύξει ένα πλάνο για την αξιοποίηση αυτού του χώρου. Όπως θα περίμενε κανείς από τη θυγατρική της Google, το πλάνο ξεχώριζε από την χρήση υψηλής τεχνολογίας παντού: ρομποτικά ταξί, θερμαινόμενα πεζοδρόμια, αυτόνομη αποκομιδή απορριμμάτων, ψηφιακά συστήματα καταγραφής της χρήσης των δρόμων, των διαβάσεων πεζών, μέχρι και της χρήσης των παγκακίων στα πάρκα! Πρακτικά, το Sidewalk Labs ήθελε να μετατρέψει τον χώρο, γνωστό και ως Quayside, σε μια μελέτη “proof of concept” για τεχνολογικά προηγμένες smart cities.
Τέτοιες πόλεις γεμάτες αισθητήρες και συστήματα καταγραφής έχουν υλοποιηθεί σε μέρη όπως η Κίνα και ο Περσικός Κόλπος, αλλά πουθενά σε χώρες του “ανεπτυγμένου” κόσμου, μιας και στις δυτικές δημοκρατίες, η μαζική καταγραφή δεδομένων σχεδόν πάντοτε συγκρούεται με νομοθεσίες για την προστασία της ελευθερίας και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.
Το Quayside φιλοδοξούσε να γίνει κάτι σαν πιλοτικό πρόγραμμα, το οποίο θα αποδείκνυε την βιωσιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος σε δυτικές χώρες. Κι όμως, παρά τα άπειρα συστήματα αυτοματισμού και τεχνητής νοημοσύνης, παρά τις μελέτες της Sidewalk Labs, παρά τα θελκτικά σχέδια και τις εντυπωσιακές μακέτες, έλλειπε κάτι βασικό. Η Sidewalk Labs δεν είχε απάντηση στην απλούστερη – μα και πιο σημαντική – ερώτηση: “γιατί να θέλει κανείς να κατοικήσει σε αυτό το μέρος;”
Αυτό φαίνεται να είναι και η κυριότερη ερώτηση που πρέπει να απαντήσουν οι σχεδιαστές τέτοιων projects. Δεδομένου του ότι έχουν την ευχέρεια να δουλέψουν πάνω σε “λευκό καμβά”, είναι σε θέση να ενσωματώσουν όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες και να υλοποιήσουν αυτοματισμούς και – ίσως το πιο σημαντικό – συστήματα παρακολούθησης και καταγραφής, τα οποία δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο. Το καίριο ζήτημα που ανακύπτει είναι αυτό της παρακολούθησης των ίδιων των κατοίκων και της καταγραφής κινήσεων και άλλων δεδομένων τα οποία, στα λάθος χέρια, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με τρόπο εντελώς απαράδεκτο από τις δυτικές κοινωνίες. Όσο κι αν οι σχεδιαστές ευαγγελίζονται αγνές προθέσεις, το ζήτημα αυτό είναι και ο κυριότερος παράγοντας που έχει καθυστερήσει την υλοποίηση τέτοιων projects, ακόμη και σε πολύ μικρότερη κλίμακα.
Επιστρέφοντας στο Τορόντο, το 2020 είδε την απόσυρση της Sidewalk από το project, η οποία επικαλέστηκε την “οικονομική αβεβαιότητα που επέφερε η πανδημία του Covid-19”, αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια επίφαση για να απεμπλακεί από ένα project το οποίο είχε μείνει στάσιμο για χρόνια, λόγω των ζητημάτων που προαναφέραμε.
Η αντίδραση των πολιτών είναι κάτι αναμενόμενο σε οποιοδήποτε project. Όλοι οι υπεύθυνοι για τέτοια projects αστικής ανάπλασης, προϋπολογίζουν τέτοια κωλύματα και καθυστερήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν επρόκειτο για αντιδράσεις λόγω κάποιας αρχιτεκτονικής διαφωνίας, ούτε λόγω του ύφους ή της σχεδίασης των προτεινόμενων κτηρίων, ούτε καν για το πράσινο και την πυκνότητα δόμησης, αλλά διότι αυτή η τεχνο-κεντρική προσέγγιση της Sidewalk αποξένωσε πολλούς και έκανε ακόμη περισσότερο καχύποπτους. Το project φαινόταν να ενδιαφέρεται (πολύ) περισσότερο για τη συλλογή δεδομένων, παρά για την προστασία της ιδιωτικότητας των πολιτών. Αυτό αποτέλεσε και την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, μιας και οι πολίτες του Τορόντο, σε αυτό το επίπεδο, μοιάζουν πολύ περισσότερο στους πολίτες της Ελλάδας παρά σε αυτούς των μεγαλουπόλεων των ΗΠΑ. Και στον Καναδά, ο έλεγχος των πολυεθνικών κολοσσών σε πράγματα όπως οι δημόσιοι δρόμοι και τα μέσα μεταφοράς, ή η συλλογή δεδομένων σε καθημερινές δραστηριότητες των πολιτών είναι ελάχιστα ανεκτά από τον μέσο Καναδό πολίτη, όπως άλλωστε και στη χώρα μας. Όπως σχολιάζει ο Alex Ryan (senior vice president of partnership solutions της ΜΚΟ “MaRS Discovery District”) “Στις ΗΠΑ προέχουν η ζωή, η ελευθερία, και η αναζήτηση της ευτυχίας. Στον Καναδά προέχοιυν η ειρήνη, η τάξη, και η καλή διακυβέρνηση. Οι Καναδοί δεν περιμένουν τον ιδιωτικό τομέα να έρθει και να τους σώσει από το κράτος, διότι έχουν μεγάλη πίστη στο κράτος.”
Η Sidewalk με την εντελώς ανορθόδοξη προσέγγισή της, απέτυχε τραγικά να κατανοήσει την αστική κουλτούρα του Τορόντο. Το χειρότερο είναι πως οι περισσότεροι πολίτες, όταν ερωτήθηκαν για το project, χρησιμοποιούσαν τις ίδιες λέξεις για να περιγράψουν τη Sidewalk, με πιο κοινές τις “ύβρις” και “αλαζονεία”. Όπως και να το δει κανείς, δεν ακούγεται και πολύ καλό.
Το τέλος της smart city του Τορόντο
Όπως όλοι θα περίμεναν, το Quayside project τέλειωσε τόσο γρήγορα όσο μεγαλοπρεπώς άρχισε. Πολλοί προέβλεψαν το τέλος των smart cities γενικά, με έναυσμα την αποτυχία του Quayside, κάτι που ούτως ή άλλως είχε προβλεφθεί από μια μερίδα ειδικών, οι οποίοι συνεχίζουν και βλέπουν τα smart cities ως μια μόδα της εποχής ή κάτι που θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Ο λόγος είναι απλός. Αν και ο όρος smart city προέρχεται από την IBM και αφορά το όραμα της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας, με σκοπό την υποβοήθηση λειτουργιών και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, η πραγματικότητα είναι πως οι περισσότερες υλοποιήσεις smart city έχουν πετύχει σε πόλεις κρατών που έχουν απολυταρχικά καθεστώτα. Οι ειδικοί πιστεύουν πως οι smart cities κάνουν αυτοσκοπό την τεχνολογία και αγνοούν τη σημασία και τις ανάγκες του κάθε ενός ανθρώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί οι μακέτες να είναι εκπληκτικής ομορφιάς, η πραγματικότητα όμως είναι μια πόλη – ή τμήμα πόλης – στο οποίο δεν θα ήθελες να ζήσεις.
Όπως είναι γνωστό στους ειδικούς εδώ και πολλά χρόνια, οι καλύτερες πόλεις για να ζήσει κανείς δεν είναι αυτές στις οποίες όλα δουλεύουν “ρολόι”, με τάξη και αψεγάδιαστο πλάνο. Οι καλύτερες πόλεις για να ζει κανείς, όπως και το ίδιο το Τορόντο, είναι οι πόλεις που χαρακτηρίζονται από αταξία, από απρόβλεπτες αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών ειδών ανθρώπων που αναγκάζονται να ζουν σε έναν περιορισμένο χώρο. Με άλλα λόγια, οι καλύτερες πόλεις για να ζει κανείς είναι οι χαοτικές πόλεις. Αντιθέτως, οι σχεδιαστές των smart cities – όπως και πολλοί άλλοι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι ανά την ιστορία έχουν επικεντρωθεί σε μια πόλη σχεδιασμένη γύρω από την απόλυτη τάξη, τη γεωμετρία, τα μαθηματικά, τον έλεγχο των πάντων. Αλλά επίσης συχνά – ίσως λόγω του ότι αυτά τα projects έχουν επικεφαλής τεχνολόγους και όχι πολεοδόμους – επικεντρώνονται σε πράγματα που μπορεί να κάνει η τεχνολογία και σπανίως στο εάν θα πρέπει να τα κάνει.
Προϊόντος του χρόνου γίνεται φανερό ολοένα και περισσότερο πως η τεχνολογία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για απλά και χρήσιμα πράγματα, όπως το να μειώσει τους χρόνους μετακίνησης, να βελτιώσουν την χρησιμότητα των μέσων μαζικής μεταφοράς, να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, να επιταχύνουν την κατασκευή σπιτιών και ταυτοχρόνως να μειώσουν το κόστος τους, να μειώσουν την εξάρτηση στο αυτοκίνητο.
Η ανάσταση του Quayside
Το νέο project αναδύθηκε από τις στάχτες του παλιού. Η μεγαλύτερη αντίθεση είναι πως οι πρώτες ψηφιακές μακέτες του Quayside 2.0 (όπως αποκαλείται) δείχνουν ένα τοπίο γεμάτο από δέντρα και πράσινο, με κάθε πιθανή – και απίθανη – γωνία ελεύθερου χώρου να σφύζει από ζωή. Στις μακέτες δεν υπάρχει ίχνος από drones ή αυτόνομα οχήματα, αλλά παντού πράσινο! Οι δρόμοι και τα κτήρια σχεδόν μοιάζουν με σκηνικό κάποιας ταινίας post-apocalyptic, και πρέπει κανείς να δώσει σημασία στις λεπτομέρειες για να καταλάβει πως όλο αυτό το πράσινο δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας βιβλικής καταστροφής και εγκατάλειψης, αλλά προσεκτικού σχεδιασμού! Το νέο Quayside δεν είναι μια “τεχνόπολη” βυθισμένη στην υψηλή τεχνολογία, αλλά μια μικρόπολη βγαλμένη από κάποιο διήγημα οπτιμιστικής επιστημονικής φαντασίας. Το Quayside 2.0 είναι απαλλαγμένο από όλα τα σκάνδαλα γύρω από την χρήση και πώληση προσωπικών δεδομένων, μιας και έχει απαλλαχθεί από την υπερπληθώρα αισθητήρων και συστημάτων καταγραφής· η ενσωμάτωση της φύσης στο αστικό τοπίο, η ιεράρχηση της ανθρώπινης ύπαρξης μα και της ζωής εν γένει, μοιάζουν να απορρίπτουν το ίδιο το concept της smart city.
Η μεταστροφή αυτή δεν είναι απλά πολεοδομική. Πολλοί τη βλέπουν ως το πρώτο δείγμα μιας νέας φιλοσοφικής στροφής, με έμφαση στη φύση, τον αέρα, τη βροχή, τα δέντρα, μέχρι και τις μέλισσες, αντί για τα δεδομένα και… ακόμη περισσότερα δεδομένα. Η στροφή αυτή, βέβαια, εδράζεται στην απελευθέρωση ενός τεράστιου νέου χώρου στο κέντρο του υφιστάμενου αστικού ιστού του Τορόντο, κάτι που δεν είναι ούτε σύνηθες, ούτε συχνό φαινόμενο. Οι μεγαλουπόλεις του σήμερα σπανίως διαθέτουν τέτοιες πολυτέλειες· δεν παύει, όμως, να παρουσιάζει μια εναλλακτική, έστω για τέτοιες περιπτώσεις, στις οποίες η τάση είναι να δίνεται προτεραιότητα σε projects τύπου Quayside 1.0, συχνά ελλείψει εναλλακτικών.
Τώρα, η εναλλακτική υπάρχει!
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.