Η πιστότητα – αλλά και ποιότητα – του ήχου είναι ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει πολύ κόσμο, είτε μιλάμε για απλούς ακροατές, είτε για επιστήμονες. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και επετεύχθη η πρώτη εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου, τόσο οι επιστήμονες όσο και απλοί περίεργοι και αυτοδίδακτοι εφευρέτες προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα του ήχου. Πλέον βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία μπορούμε να πούμε πως γνωρίζουμε πρακτικώς τα πάντα σε σχέση με τον ήχο. Είμαστε σε θέση να καταγράψουμε ήχο με σχεδόν απόλυτη πιστότητα, να μεταδώσουμε αυτή την καταγραφή, αλλά και να τον αναπαράξουμε με πολύ υψηλή πιστότητα. Πλέον το πρόβλημα δεν είναι το εάν έχουμε τις τεχνικές ικανότητες για κάτι τέτοιο, αλλά… αν έχει σημασία κάτι τέτοιο.
Ους
Το ανθρώπινο αυτί είναι, τελικά, ο περιοριστικός παράγοντας στο τι ακούμε. Πλέον έχουμε τις τεχνικές ικανότητες να κατασκευάσουμε ηχεία υψηλότατης ποιότητας, ικανά να αναπαράξουν ήχο με μηδενικές παραμορφώσεις, ενώ υπάρχουν και τα απαραίτητα όργανα (μικρόφωνα, παλμογράφοι, αναλυτές φάσματος, κ.ο.κ.) για να το επιβεβαιώσουμε! Ακόμη κι έτσι, όμως, το δικό μας όργανο, το αυτί, είναι αυτό που αναλαμβάνει να μεταφέρει στον εγκέφαλό μας τους ήχους, και το ανθρώπινο αυτί δεν είναι καθόλου τέλειο. Ένα απλό παράδειγμα είναι το γεγονός πως, όσο μεγαλώνουμε, το ανθρώπινο αυτί χάνει την ευαισθησία του στις υψηλές συχνότητες, καθώς η μεμβράνη του τυμπάνου σκληραίνει!
Εξοπλισμός & περιβάλλον
Ένας ακόμη περιοριστικός παράγοντας στο τι ακούμε είναι ο εξοπλισμός. Τα στούντιο μπορούν να διασφαλίσουν πως η μουσική που ακούμε έχει εγγραφεί και ψηφιοποιηθεί ολόσωστα, αλλά κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τον δικό μας εξοπλισμό. Με άλλα λόγια, σε τι σύστημα θα αναπαραχθεί. Τι είδους ενισχυτής θα παρεμβληθεί, σε τι ηχεία θα σταλεί, ακόμη και τι είδους ψηφιοαναλογικός μετατροπέας θα αναλάβει να μετατρέψει τα bits σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις.
Μια άλλη παράμετρος είναι και ο χώρος στον οποίο ακούμε. Είναι ανηχωικός; Έχει έπιπλα; Ακούγονται εξωτερικοί θόρυβοι; Έχει ηχομόνωση; Αυτές και πολλές ακόμη είναι οι παράμετροι που επηρεάζουν το τι ακούμε. Προφανώς κανένας δεν (θα πρέπει να) έχει την απαίτηση να ακούει τη συμφωνική της Βιέννης, όταν απ’ έξω περνάει απορριμματοφόρο του δήμου!
Συμπίεση
Ερχόμαστε, λοιπόν, στο προκείμενο: μέχρι τώρα, όλες οι συνδρομητικές υπηρεσίες μουσικής χρησιμοποιούσαν συμπιεσμένη (απωλεστική) μουσική, η οποία χάνει πληροφορία. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι απλός: οικονομία στη μετάδοση δεδομένων, καθώς και ικανότητα για αναπαραγωγή ακόμη και με συνδέσεις χαμηλού bandwidth. Ο κόσμος, όμως, απαιτούσε καλύτερο ήχο, μη απωλεστική συμπίεση, η οποία δεν χάνει καθόλου πληροφορία από τον ήχο, πολύ υψηλό ρυθμό δειγματοληψίας (κατά την εγγραφή του ήχου), και άλλα τέτοια ωραία τα οποία απασχολούν μόνο τους φανατικούς του ήχου. Και οι εταιρείες αρχίζουν, η μία μετά την άλλη, να το κάνουν πράξη – προφανώς με το αζημίωτο! Τώρα και το Spotify έβαλε στο ρεπερτόριό του συνδρομή HiFi, ενώ τα Tidal και Deezer το έκαναν από παλιά, και ενώ προσφάτως κάτι ανάλογο προσφέρουν και τα Apple Music και Amazon Music!
Έχει νόημα;
Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να σε απασχολήσει πολύ, προτού πας και δώσεις λεφτά για μια τέτοια υπηρεσία. Ούτως ή άλλως, το Spotify Premium χρησιμοποιεί συμπίεση 320kbps, η οποία μπορεί να είναι μεν απωλεστική, η διαφορά της από την ασυμπίεστη μορφή, όμως, είναι πρακτικά μηδενική για τα αυτιά του 99,999% των ανθρώπων.
Κάνε το τεστ
Στο Internet υπάρχουν αρκετά τεστ τα οποία σε καλούν να συγκρίνεις ήχους συμπιεσμένους και ασυμπίεστους, αλλά υπάρχει ένα, το ABX test, το οποίο σε βάζει να συγκρίνεις, ουσιαστικά, το Spotify Premium (320kbps Ogg) με το Spotify HiFi (lossless). Θα πρέπει να ακούσεις τα κομμάτια που σου προτείνει, ξανά και ξανά (και ξανά και ξανά), και να αποφασίσεις αν το ένα είναι καλύτερο του άλλου ή αν είναι καλύτερα ή χειρότερα από ένα τρίτο κομμάτι αναφοράς.
Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε spoilers, είναι πολύ πιο πιθανό να… βαρεθείς να ακούς το ίδιο κομμάτι, χωρίς πρακτικά να ακούς διαφορά, παρά να ακούσεις όντως κάποια διαφορά. Αλλά ακόμη και αν καταφέρεις και ολοκληρώσεις το τεστ, το πιο πιθανό είναι πως… δεν θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις το συμπιεσμένο από το ασυμπίεστο κομμάτι.
Τελικά;
Ακόμη κι αν κατάφερες και… αρίστευσες στο τεστ, και τα αυτιά σου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν απειροελάχιστες διαφορές στον ήχο, ο περισσότερος κόσμος δεν κάθεται και ακούει μουσική σε απομονωμένο περιβάλλον, με πανάκριβα ηχεία και ηχοσύστημα, με πηγή το… Spotify. Οι περισσότεροι φανατικοί μουσικόφιλοι έχουν και τις κατάλληλες πηγές ήχου (π.χ ακριβά βινύλια ή audio CD υψηλότατης πιστότητας). Οι υπόλοιποι θέλουμε το Spotify για να ακούμε μουσική στο λεωφορείο, στο μετρό, στο αυτοκίνητο ή, τελικά, στο δρόμο. Άντε, και για το σπίτι, αν και εκεί υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές, όταν κάνουμε άλλες δουλειές. Σε τέτοιο περιβάλλον, είναι πρακτικώς βέβαιο το ότι δεν πρόκειται να ακούμε μουσική με όλη μας την προσοχή στραμμένη στην ίδια τη μουσική, έτσι ώστε να αντιληφθούμε την όποια διαφορά στην ποιότητα.
Η στατιστική, επίσης, δεν είναι υπέρ. Πριν λίγα χρόνια, ένας φανατικός του ήχου έκανε μια τέτοια έρευνα μεταξύ άλλων φανατικών του ήχου – μάλιστα το 60% των συμμετεχόντων δήλωσαν πως χρησιμοποιούσαν ηχοσύστημα κόστους άνω των 1000 δολαρίων. Σε αυτή την έρευνα, το 30% διάλεξε το ασυμπίεστο κομμάτι ως το καλύτερο, ένα 18% δεν διέκρινε διαφορά, ενώ το 52% προτίμησε το συμπιεσμένο!
Τελικά, τα δεδομένα συγκλίνουν προς ένα συμπέρασμα: οι περισσότεροι άνθρωποι δε μπορούν να ακούσουν διαφορές. Το αν θέλεις, όμως, να πληρώσεις για ένα τέτοιο πακέτο όπως το Spotify HiFi, εξαρτάται και από το τι άλλες παροχές θα έχει, σε σχέση με το premium. Γιατί, αν μιλάμε μόνο για την ποιότητα του ήχου, μάλλον σε βολεύει και το Premium.