Η Ελλάδα φαίνεται να κατάφερε και να ξεπέρασε το πρώτο κύμα του κορωνοϊού, χάρη στην άμεση αντίδραση της πολιτείας αλλά και την μεγάλη – εν πολλοίς – υπακοή των πολιτών στις οδηγίες του κράτους αλλά και στην κοινή λογική. Άλλες χώρες, όμως, δεν ήταν τόσο τυχερές. Οι λόγοι διαφέρουν από χώρα σε χώρα και δεν είναι ούτε της παρούσης ούτε δική μας δουλειά ο καταλογισμός ευθυνών. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο: χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και εκατομμύρια νόσησαν σε όλο τον κόσμο. Μια ιδέα για το πως μπορούμε να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού είναι η ιχνηλάτηση επαφών, αγγλιστί contact tracing. Τι είναι αυτό;
Η ιχνηλάτηση επαφών είναι μια διαδικασία η οποία μέχρι πρότινος αποτελούσε εργαλείο των υπηρεσιών υγείας και γινόταν… χειροκίνητα. Δηλαδή, μετά τον εντοπισμό και τον περιορισμό ενός φορέα ή ασθενούς, οι ειδικοί «πράκτορες» των υπηρεσιών υγείας προσπαθούσαν να ιχνηλατήσουν την πορεία του ατόμου αυτού τις προηγούμενες ημέρες, να βρουν που πήγαν, με ποιους είχαν επαφή, με ποιους μίλησαν, και έπειτα να εντοπίσουν όλα αυτά τα άτομα και να δουν αν κάποιοι μολύνθηκαν. Αν ναι, η ίδια διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθεί και για αυτούς, έτσι ώστε να περιοριστούν οι πυρήνες μόλυνσης που θα μπορούσαν να διασπείρουν περαιτέρω την όποια ασθένεια.
Όπως είναι φανερό, μιλάμε για μια τρομερά χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία, η οποία απαιτεί και πολλούς «πράκτορες». Μάλιστα, για τους αριθμούς του κορωνοϊού, η πρακτική αυτή είναι απλά ανέφικτη, μιας και θα απαιτούσε εκατοντάδες χιλιάδες πράκτορες–υπαλλήλους των υπηρεσιών υγείας ανά τον κόσμο.
Ιχνηλάτηση μέσω smartphone
Στον σημερινό κόσμο, όμως, η ανθρωπότητα διαθέτει ένα τεράστιο όπλο: τα smartphones που έχουν πρακτικά όλοι. Τόσο η Google όσο και η Apple δουλεύουν πάνω σε ένα σύστημα εντοπισμού, το οποίο θα μπορεί, όταν κυκλοφορήσει, να βοηθήσει τις υπηρεσίες υγείας να εντοπίσουν και να παρακολουθήσουν τις κινήσεις οποιουδήποτε ασθενούς, τις προηγούμενες ημέρες. Μάλιστα, αυτό μπορεί να γίνει και σε συνδυασμό με δεδομένα γεωεντοπισμού, χρήση πιστωτικών καρτών, ακόμη και συστήματα καμερών.
Ήδη κάποιες χώρες έχουν τέτοια συστήματα σε χρήση. Για παράδειγμα, το Ισραήλ διαθέτει τέτοιο app, το οποίο μάλιστα μπορεί να ειδοποιήσει το χρήστη αν κάποιο μολυσμένο άτομο βρίσκεται κοντά του.
Βέβαια, οι Apple και Google δουλεύουν πάνω σε σύστημα το οποίο δεν θα είναι app, αλλά API (Application Programming Interface), δηλαδή στην υποδομή η οποία θα βρίσκεται σε όλα τα smartphones και θα επιτρέπει στην κάθε χώρα και κάθε υπηρεσία υγείας να δημιουργήσει το δικό της app, λαμβάνοντας υπ’ όψη την κατά τόπους νομοθεσία και τους εκάστοτε κανόνες. Βέβαια, και οι δύο εταιρείες έχουν δημιουργήσει κάποιες πιλοτικές εφαρμογές, για να δείξουν (στο περίπου) πως θα μοιάζουν τέτοια apps και πως θα γίνεται η χρήση τους.
Μόλις το σύστημα αυτό κυκλοφορήσει, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να γίνει θα είναι να ενημερώσεις το λειτουργικό σύστημα του smartphone σου. Έπειτα, θα πρέπει να πας στα Settings και να ενεργοποιήσεις την αντίστοιχη επιλογή – στα δοκιμαστικά screenshots εμφανίζεται ως «COVID-19 Exposure Notifications».
Το επόμενο βήμα θα είναι να εγκαταστήσεις το αντίστοιχο app της τοπικής υπηρεσίας υγείας· για την Ελλάδα υποθέτουμε πως θα είναι κάποιο app που θα κυκλοφορήσει από το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC).
Στην λειτουργία του app, θα πρέπει να είναι ενεργό το Bluetooth. Αυτό διότι το σύστημα θα εκμεταλλεύεται την περιορισμένη εμβέλεια του Bluetooth ώστε να καταγράφει όλες τις συσκευές με τις οποίες ήταν σε κοντινή απόσταση. Η κάθε συσκευή θα ανταλλάσσει ανώνυμα κρυπτογραφημένα «κλειδιά», τα οποία θα αλλάζουν κάθε 10-20 λεπτά, έτσι ώστε να διατηρείται το απόρρητο και η ανωνυμία των χρηστών.
Τώρα, αν κάποιος νοσήσει, θα πρέπει να το δηλώσει στο app και να δώσει τη συγκατάθεσή του έτσι ώστε να ειδοποιηθούν και όλοι οι υπόλοιποι πολίτες οι οποίοι ήρθαν σε επαφή μαζί του. Αυτοί θα λάβουν μια ειδοποίηση πως ήρθαν σε επαφή με άτομο που έχει νοσήσει, χωρίς να κατονομάζεται το άτομο αυτό, αλλά με πληροφορίες για τη χρονική περίοδο κατά την οποία έγινε η επαφή και η διάρκεια της επαφής αυτής. Επίσης, αναλόγως των επιλογών των τοπικών αρχών, πιθανώς να δίδονται και οδηγίες στους πολίτες αυτούς για το τι θα πρέπει να κάνουν.
Οι Apple και Google δεν πρόκειται να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα. Τα apps δεν θα μπορούν να ζητήσουν περισσότερες πληροφορίες εντοπισμού (πχ GPS) από τη συσκευή, ενώ οι δύο εταιρείες έχουν δεσμευτεί να απενεργοποιήσουν το σύστημα σε κάθε χώρα, όταν ο κίνδυνος έχει εξαλειφθεί. Επίσης έχουν δεσμευτεί πως δεν πρόκειται να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη από το σύστημα αυτό.
Το πως θα υλοποιηθεί το σύστημα αυτό, καθώς και αν θα γίνει αποδεκτό από το ευρύ κοινό, είναι άγνωστο. Μπορεί άλλες χώρες να έχουν υλοποιήσει παρόμοια – και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ πιο ύποπτα – συστήματα παρακολούθησης, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, όμως, είναι απείρως πιο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα κρατικής παρακολούθησης, προστασίας των προσωπικών δεδομένων και, γενικότερα, ελέγχου. Το μέλλον θα δείξει το πόσο καλά θα δεχθούν οι πολίτες της χώρας μας και όλης της Ευρώπης ένα τέτοιο σύστημα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.